- πολυτεχνία
- η, ΝΑ [πολύτεχνος]η ιδιότητα τού πολύτεχνου, η επιδεξιότητα σε πολλές τέχνες, το να είναι κανείς πολύτεχνοςνεοελλ.η σπουδή, η θητεία που απαιτείται για την εκμάθηση διαφόρων τεχνών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυτεχνίᾳ — πολυτεχνίαι , πολυτεχνία skill in many arts fem nom/voc pl πολυτεχνίᾱͅ , πολυτεχνία skill in many arts fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτεχνίας — πολυτεχνίᾱς , πολυτεχνία skill in many arts fem acc pl πολυτεχνίᾱς , πολυτεχνία skill in many arts fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτεχνίαν — πολυτεχνίᾱν , πολυτεχνία skill in many arts fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτεχνίῃσι — πολυτεχνία skill in many arts fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτεχνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυτεχνία ή στο πολυτεχνείο («πολυτεχνικές σχολές») 2. φρ. «πολυτεχνική παιδεία» παιδεία που συνδυάζει τη γενική μόρφωση και την παραγωγική διαδικασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύτεχνος. Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek